- ἀνέμπληστος
- ἀν-έμ-πληστος, ein Anblick, an dem man sich nicht satt sehen kann
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανέμπληστος — η, ο (Α ἀνέμπληστος, ον) [εμπίμπλημι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος 2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι αρχ. φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς … Dictionary of Greek